- ψυχροθεραπευτικός
- -ή, -ό, Ναυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψυχροθεραπεία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχρός + θεραπεύω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψυχροθεραπευτικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψυχροθεραπεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)